Καραμανλής Τέμπη: Η ώρα των ευθυνών

Η κυβερνητική απόφαση έχει ληφθεί: ο πρώην υπουργός Μεταφορών Κώστας Καραμανλής θα παραπεμφθεί στη Δικαιοσύνη για την υπόθεση του σιδηροδρομικού δυστυχήματος στα Τέμπη. Όμως η πραγματική πολιτική δοκιμασία για το Μέγαρο Μαξίμου μόλις ξεκινά – και επικεντρώνεται στο νομικό χαρακτηρισμό της πράξης για την οποία θα κληθεί να λογοδοτήσει: πλημμέλημα ή κακούργημα; Πηγές της κυβέρνησης επισημαίνουν ήδη, με έμφαση, τη δυσκολία στοιχειοθέτησης κακουργηματικής ευθύνης βάσει της δικογραφίας, η οποία αριθμεί χιλιάδες σελίδες και βρίσκεται αυτή τη στιγμή υπό ενδελεχή μελέτη. «Δεν θα τοποθετηθούμε χωρίς πλήρη γνώση των στοιχείων», λένε από το πρωθυπουργικό επιτελείο, τονίζοντας ότι η διαδικασία μπορεί να διαρκέσει έως και δέκα ημέρες.
Ο ίδιος ο Κώστας Καραμανλής, με δήλωσή του, τόνισε την ετοιμότητά του να συνδράμει πλήρως στο έργο της Δικαιοσύνης. «Ο ανακριτής ζητά από τη Βουλή να εκτιμήσει αν υπάρχουν ποινικές ευθύνες υπουργών – δεν διατυπώνει κατηγορίες», ανέφερε, επαναλαμβάνοντας πως είναι βέβαιος για την αθωότητά του. Η υπόθεση έχει ήδη μετατραπεί σε πολιτική βόμβα, με την αντιπολίτευση να ετοιμάζεται να διεκδικήσει τη βαρύτερη δυνατή νομική αξιολόγηση για τον πρώην υπουργό – δηλαδή κακούργημα, στη βάση της παράλειψης εποπτείας και της βαριάς αμέλειας που συνδέεται με την απώλεια 57 ζωών. Η κυβέρνηση προσπαθεί να διαχωρίσει την έννοια της πολιτικής ευθύνης από την ποινική, υποστηρίζοντας πως το γεγονός ότι ένας υπουργός καθυστέρησε ή δεν υλοποίησε εγκαίρως ένα έργο, δεν συνιστά αυτομάτως ποινική κατηγορία σε βαθμό κακουργήματος. Στο Μέγαρο Μαξίμου φέρνουν ως παράδειγμα την τραγωδία στο Μάτι, αναρωτώμενοι αν με την ίδια λογική θα έπρεπε να διωχθούν κακουργηματικά όσοι δεν είχαν ολοκληρώσει το σύστημα 112 εκείνη την περίοδο. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν η πολιτική αδράνεια μπορεί – και πρέπει – να ποινικοποιείται με τέτοια αυστηρότητα.
Το στοίχημα της κοινής γνώμης
Η Κυβέρνηση δεν αγνοεί το κρίσιμο στοιχείο της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Η μνήμη της τραγωδίας στα Τέμπη είναι νωπή, οι πληγές βαθιές. Η αποτυχία του κράτους να εκσυγχρονίσει εγκαίρως τους σιδηροδρόμους και να αποτρέψει μια τόσο φρικτή σύγκρουση είναι τραύμα εθνικό. Για τον λόγο αυτό, το Μέγαρο Μαξίμου αναγνωρίζει ότι ακόμη κι αν η Δικαιοσύνη δεν καταλήξει σε κακούργημα, η πολιτική διαχείριση της υπόθεσης πρέπει να είναι πειστική, σαφής και απαλλαγμένη από υπόνοιες συγκάλυψης. Οποιαδήποτε απόπειρα να υποβαθμιστεί η υπόθεση κινδυνεύει να ερμηνευθεί ως «ξέπλυμα», γεγονός που θα είχε σοβαρό πολιτικό κόστος.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν ήδη δείξει τις προθέσεις τους. Θα πιέσουν για παραπομπή με κακουργηματικές διαστάσεις, χρεώνοντας προσωπική ευθύνη στον Καραμανλή, όχι μόνο για το παρελθόν αλλά και για το μέλλον: το αν θα τεθούν πολιτικά και ποινικά όρια στην αδράνεια υπουργών σε κρίσιμους τομείς. Η κυβέρνηση αντιτείνει ότι ο φάκελος θα εξεταστεί ψύχραιμα και όχι υπό το βάρος της πολιτικής πίεσης ή των τηλεοπτικών πλάνων. Όπως αναφέρουν κυβερνητικές πηγές: «Το να μιλά κάποιος για ποινικές ευθύνες χωρίς να έχει διαβάσει τη δικογραφία είναι το λιγότερο ανεύθυνο. Εμείς θα σεβαστούμε τη Δικαιοσύνη και θα αποφασίσουμε με βάση τα πραγματικά δεδομένα».
Οι τελευταίες καταθέσεις στελεχών του Υπουργείου Μεταφορών –που απολογούνται για διατάραξη ασφάλειας συγκοινωνιών με θανατηφόρο αποτέλεσμα– έχουν ανοίξει τη συζήτηση γύρω από το ποιος είχε την πραγματική αρμοδιότητα για τις κρίσιμες αποφάσεις στο σιδηροδρομικό δίκτυο. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι επισημαίνουν τη διάκριση ανάμεσα στον φορέα αρμοδιότητας (τεχνικές υπηρεσίες, γενικές διευθύνσεις, ΟΣΕ) και στην πολιτική ηγεσία, λέγοντας χαρακτηριστικά:«Άλλο η ευθύνη για ένα έργο, άλλο η γενική εποπτεία. Πρέπει να μιλάμε με ακρίβεια και όχι με όρους τηλεοπτικού εντυπωσιασμού». Η υπόθεση των Τεμπών μετατρέπεται, για το πολιτικό σύστημα, σε τεστ αλήθειας και ευθύνης. Αν η κυβέρνηση επιμείνει στο πρότυπο «παραπομπής στον φυσικό δικαστή» όπως στην περίπτωση Τριαντόπουλου, θα πρέπει να πείσει και για το βάθος της επιλογής, όχι μόνο για τη νομιμότητά της.
Ποια είναι η αντίδρασή σας;






