Αυξάνεται δραματικά το ποσοστό των εργαζομένων-φτωχών στην Ελλάδα

- Δεύτερη χειρότερη θέση στην ΕΕ
- Η εικόνα που σκιαγραφεί πρόσφατη έρευνα είναι ιδιαίτερα ανησυχητική
Η εικόνα που σκιαγραφεί η έρευνα είναι ιδιαίτερα ανησυχητική. Το 8,8% των μισθωτών στην Ελλάδα βιώνει σοβαρή υλική και κοινωνική στέρηση, δηλαδή αδυναμία να καλύψει βασικές ανάγκες διαβίωσης και συμμετοχής στην κοινωνική ζωή. Επίσης, σχεδόν τρεις στους δέκα εργαζομένους (29,3%) δηλώνουν ότι δεν έχουν τη δυνατότητα να ξοδέψουν ούτε ένα μικρό χρηματικό ποσό για τον εαυτό τους σε εβδομαδιαία βάση, ποσό που θα μπορούσε να καλύψει βασικές προσωπικές ή ψυχαγωγικές ανάγκες. Επιπλέον, το 23,5% των μισθωτών αδυνατεί να συμμετέχει τακτικά σε δραστηριότητες αναψυχής, ένα στοιχείο που υπογραμμίζει το κοινωνικό και ψυχολογικό βάρος που συνοδεύει την οικονομική ανασφάλεια.
Παρά το γεγονός ότι κάποιοι ποσοτικοί δείκτες της αγοράς εργασίας εμφανίζουν βελτίωση τα τελευταία χρόνια, η καθημερινότητα για μεγάλο μέρος των εργαζομένων εξακολουθεί να επιβαρύνεται σημαντικά από την περιορισμένη αγοραστική τους δύναμη. Η έλλειψη ουσιαστικής ανακούφισης στο επίπεδο διαβίωσης αναδεικνύει την απόσταση ανάμεσα στην αριθμητική «ανάκαμψη» και την πραγματικότητα που βιώνουν οι πολίτες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα ξεπερνά ακόμη και οικονομίες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Κύπρος, ενώ υστερεί σε σχέση με κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, όπως η Ρουμανία, η Ουγγαρία και η Σλοβακία. Συγκεκριμένα, η Ρουμανία εμφανίζει ποσοστό σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης 7,8%, η Ουγγαρία 5,4% και η Σλοβακία μόλις 3,3%, όταν το αντίστοιχο ελληνικό ποσοστό φτάνει στο 8,8%.
Τα ποσοστά στις επιμέρους κοινωνικές ομάδες
Τα δεδομένα του 2024 δείχνουν επίσης επιδείνωση σε σύγκριση με το 2023 σε όλες τις κοινωνικές ομάδες, γεγονός που υπογραμμίζει μια ευρύτερη τάση επιδείνωσης του βιοτικού επιπέδου και όχι μια μεμονωμένη ή παροδική κρίση. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα ελληνικά ποσοστά είναι σχεδόν διπλάσια από τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς μέσους όρους.
Ενδεικτική της επιδεινούμενης εικόνας είναι και η αδυναμία κάλυψης ακόμη και πολύ βασικών προσωπικών αναγκών. Η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη θέση στην ΕΕ όσον αφορά το ποσοστό των μισθωτών που δηλώνουν ότι δεν μπορούν να διαθέσουν έστω και ένα μικρό ποσό για προσωπική χρήση κάθε εβδομάδα. Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε στο 29,3% το 2024, από 27,9% το προηγούμενο έτος. Αν και εμφανίζεται χαμηλότερο από το αντίστοιχο του 2019, εξακολουθεί να απέχει σημαντικά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, τον οποίο υπερβαίνει κατά 21 ποσοστιαίες μονάδες.
Η εικόνα γίνεται ακόμα πιο ζοφερή αν εξετάσουμε τις άλλες κοινωνικές ομάδες: το 31,4% των εργαζομένων εκτός μισθωτών (π.χ. αυτοαπασχολούμενοι) αντιμετωπίζει αντίστοιχες δυσκολίες, έναντι μόλις 7,5% στον μέσο όρο της ΕΕ. Για τους ανέργους, το ποσοστό ανέρχεται στο 61,7%, σχεδόν διπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αντίστοιχα υψηλό είναι το ποσοστό για τους μη οικονομικά ενεργούς (πλην των συνταξιούχων), το οποίο διαμορφώθηκε στο 41,3% για το 2024, όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη το αντίστοιχο ποσοστό φτάνει μόλις το 16%. Στους συνταξιούχους, το ποσοστό ανήλθε στο 30,4%, υπερτριπλάσιο του μέσου ευρωπαϊκού όρου (9%).
Η συνολική εικόνα που προκύπτει από τα στοιχεία είναι αποκαλυπτική: σημαντικό ποσοστό των εργαζομένων στη χώρα μας συνεχίζει να ζει σε συνθήκες που δεν διασφαλίζουν αξιοπρεπή διαβίωση. Παρά την ύπαρξη εργασίας, η φτώχεια επιμένει και βαθαίνει, αναδεικνύοντας το κενό ανάμεσα στη στατιστική ανάπτυξη και στην κοινωνική πραγματικότητα.
Ποια είναι η αντίδρασή σας;






