Τσίπρας – ΠΑΣΟΚ: Άγχος στη Χαριλάου

Σε ένα περιβάλλον πολιτικής ρευστότητας και αμφισβήτησης, η κεντροαριστερά μοιάζει περισσότερο με τοπίο υπό ανασύνταξη παρά με οργανωμένο πόλο εξουσίας. Στη Χαριλάου Τρικούπη, το άγχος είναι πλέον διάχυτο. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν στασιμότητα, η Πλεύση Ελευθερίας απειλεί ευθέως τη δεύτερη θέση, και ο Νίκος Ανδρουλάκης βλέπει την ηγεσία του να μην καταφέρνει να κεφαλαιοποιήσει το πολιτικό έλλειμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Το ΠΑΣΟΚ, ενώ βρέθηκε για λίγο σε τροχιά ανόδου, δείχνει να χάνει τη δυναμική του, ανίκανο να πείσει πως αποτελεί μια στιβαρή εναλλακτική στον πόλο της Νέας Δημοκρατίας. Την ίδια ώρα, ο Αλέξης Τσίπρας, αν και εκτός επίσημου κομματικού πλαισίου, επιχειρεί να ξαναγράψει το σενάριο. Η πρόσφατη δημόσια εμφάνισή του στη Διάσκεψη για τη Δημοκρατία και την Κοινωνική Δικαιοσύνη θύμισε στους παρόντες τον πολιτικό ρήτορα του παρελθόντος – αλλά όχι απαραίτητα τον ηγέτη του μέλλοντος. Με λόγο που επιχείρησε να συνδέσει τον πατριωτισμό με την κοινωνική δικαιοσύνη και τον αγώνα κατά της ολιγαρχίας, ο πρώην πρωθυπουργός προσπάθησε να ξανακερδίσει το ηθικό και πολιτικό έδαφος που έχασε στη διάρκεια της διακυβέρνησής του. Όμως η κοινωνική κόπωση απέναντι στους πρώην φαίνεται να τον ακολουθεί.
Ο Τσίπρας ξαναχτίζει προφίλ ηγεσίας
Οι δημοσκοπήσεις είναι αποκαλυπτικές: Πάνω από 80% των πολιτών δηλώνουν αρνητικοί απέναντι στο ενδεχόμενο δημιουργίας νέου κόμματος είτε από τον Αλέξη Τσίπρα είτε από τον Αντώνη Σαμαρά. Στο πρόσωπο και των δύο διακρίνεται όχι η πολιτική ελπίδα, αλλά η αποτυχία του παρελθόντος. Ακόμα και σε κοινό που ανήκει στον ευρύτερο προοδευτικό χώρο, οι τάσεις επιθυμίας ενεργοποίησης του Τσίπρα περιορίζονται σε μειοψηφικά ποσοστά, ενώ η βάση του ΠΑΣΟΚ παραμένει επιφυλακτική, αν όχι ξεκάθαρα απορριπτική.
Στελέχη της Χαριλάου Τρικούπη δεν κρύβουν την ανησυχία τους. Ο κίνδυνος το ΠΑΣΟΚ να μείνει τρίτο κόμμα –χωρίς καθαρό στίγμα, χωρίς πολιτική διεύρυνση, χωρίς δυναμική ηγεσίας– είναι πλέον ορατός. Κι όμως, η επανεμφάνιση Τσίπρα δεν λειτούργησε ως απειλή, αλλά μάλλον ως υπενθύμιση ενός πολιτικού κύκλου που έχει κλείσει. Παρά την απουσία εκπροσώπησης στην εκδήλωση του Ινστιτούτου Τσίπρα, το ΠΑΣΟΚ παρακολούθησε με προσοχή κάθε λέξη, κάθε χειρονομία, κάθε απόπειρα πολιτικού επαναπροσδιορισμού. Όχι για να εμπνευστεί, αλλά για να αξιολογήσει πόσο (ή πόσο λίγο) αλλάζει ο πρώην ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ίδιος ο Νίκος Ανδρουλάκης κρατά αποστάσεις. Χωρίς να αναφέρει ποτέ το όνομα του Τσίπρα, φροντίζει να θυμίζει το κυβερνητικό του παρελθόν – και τις συμμαχίες του με την ακροδεξιά των ΑΝΕΛ. Προτάσσει τη δική του στρατηγική «καθαρής προοδευτικότητας» και επενδύει στη θεσμική σοβαρότητα, αν και τα ποσοστά του στις μετρήσεις καταλληλότητας για πρωθυπουργός εξακολουθούν να κινούνται σε μονοψήφια επίπεδα. Το ΠΑΣΟΚ, λοιπόν, βρίσκεται σε διπλό σταυροδρόμι: από τη μία να διατηρήσει το αφήγημα της αυτονομίας, από την άλλη να βρει τρόπο να μιλήσει ξανά στις κοινωνικές δυνάμεις που έχουν αποστασιοποιηθεί από το σύνολο του αντιπολιτευτικού τόξου.
Σε αυτό το πολιτικό φόντο, ο Αλέξης Τσίπρας μοιάζει να επιχειρεί όχι μια επιστροφή στο προσκήνιο, αλλά μια συμβολική επανατοποθέτηση στο αφήγημα του μέλλοντος. Η ρητορική του για «νέο πατριωτισμό» και «κοινωνικό κύμα» είναι σίγουρα πιο επεξεργασμένη από παλαιότερες, ωστόσο δεν καταφέρνει να καλύψει την κρίσιμη έλλειψη: το έλλειμμα εμπιστοσύνης. Και η κοινωνία, ανεξαρτήτως ιδεολογίας, φαίνεται πια να απαιτεί πρόσωπα και προτάσεις που δεν κουβαλούν τις σκιές του χθες. Όσο για την επόμενη μέρα, το πολιτικό πεδίο της κεντροαριστεράς παραμένει ανοιχτό αλλά ασαφές. Ο Τσίπρας, παρά το βάρος του ονόματός του, δεν πείθει πως μπορεί να ηγηθεί ενός ευρύτερου προοδευτικού μετώπου. Ο Ανδρουλάκης, από την άλλη, δεν καταφέρνει να διαμορφώσει ηγεμονικό προφίλ, ικανό να εμπνεύσει το εκλογικό σώμα. Και ανάμεσά τους, μια κοινωνία που έχει κουραστεί από τους ίδιους ανθρώπους να επαναλαμβάνουν τα ίδια λάθη, ψάχνει το νέο. Όχι το φαντασιακό – το πραγματικό, το αξιόπιστο, το αυθεντικό. Σε αυτή τη σκακιέρα, η απουσία ενός τέτοιου «παίχτη» κάνει τον παλιό να μοιάζει με χθεσινό, και τον σημερινό να δείχνει ανεπαρκής. Το στοίχημα της κεντροαριστεράς δεν είναι πια ποιος θα γυρίσει – αλλά ποιος θα μπορέσει να πείσει.
Ποια είναι η αντίδρασή σας;






